HMERA KAI NYXTA PROJECT ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ

 

 ΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΝΥΧΤΑ PROJECT ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ

Αφήγηση παραμυθιών με την ημέρα και τη νύχτα...

Το παραμύθι της Μέρας και της Νύχτας

 Μια φορά κι έναν καιρό, στα πολύ παλιά χρόνια, ζούσε ένας μυλωνάς με τη γυναίκα του στην άκρη του κόσμου. Ο καλός ο μυλωνάς έμενε σ’ ένα σπιτάκι δίπλα στο ποτάμι, αλλά τον πιο πολύ καιρό τον περνούσε στο μύλο του, έναν μεγάλο πέτρινο ανεμόμυλο που άπλωνε τα χέρια του μέχρι ψηλά στον ουρανό.

Εκείνα τα χρόνια, ο βασιλιάς Ήλιος έκανε δύσκολη τη ζωή των ανθρώπων. Για βδομάδες μπορεί να θύμωνε και να κρυβόταν και τότε ο κόσμος σταματούσε τις δουλειές του, άφηνε τα ζώα καταμεσής στα χωράφια κι έτρεχε στο σπίτι του. Μέσα στο σκοτάδι πολλοί έχαναν το δρόμο τους, τα παιδιά παρατούσαν τα παιχνίδια τους και γκρίνιαζαν όλη μέρα κλεισμένα μέσα στους τέσσερις τοίχους.

Άλλοτε πάλι ο βασιλιάς Ήλιος καρφωνόταν στον ουρανό και δεν το κουνούσε ρούπι για μήνες. Οι αγρότες δούλευαν για τόσες πολλές ώρες και δεν καταλάβαιναν ότι έπρεπε να σταματήσουν για να ξεκουραστούν, ώστε πολλοί κοιμόντουσαν όρθιοι δίπλα στα ζώα τους. Οι βοσκοί κυνηγούσαν τα μαντρώσουν τα κατσίκια τους, αλλά εκείνα δεν σταματούσαν τα παιχνίδια στις πλαγιές κάτω από τον φωτεινό Ήλιο. Οι γυναίκες φώναζαν που έκαναν ολημερίς δουλειές, σκούπισμα, μαγείρεμα σφουγγάρισμα και δεν είχαν χρόνο και διάθεση να καθίσουν δίπλα στη φωτιά και με το λιγοστό φως να κεντήσουν την προίκα τους ή να φτιάξουν πλεξούδες τα μαλλιά τους για να γίνουν όμορφες.

Ο καλός ο μυλωνάς, όμως, ποτέ δεν βαρυγκωμούσε, ποτέ δεν γκρίνιαζε. Όταν είχε συνέχεια φως, καθόταν στο μύλο του κι άλεθε τα ξανθά σιτάρια κι απ’ την καρδιά τους έβγαινε το ψωμί του κοσμάκη. Όταν έπεφτε σκοτάδι, κλεινόταν στο σπιτάκι του με την κυρά του και μπροστά στο τσουκάλι που άχνιζε, λέγανε ιστορίες. Ο βασιλιάς Ήλιος έβλεπε το αγαπημένο ζευγάρι μα πιο πολύ άκουγε την αγαθή μυλωνού που είχε πάντα ένα γλυκό λόγο στο στόμα. Ένα πράγμα μόνο την πίκραινε: ότι δεν είχαν παιδιά για να τα στολίζει, να τους λέει παραμύθια, να τα μαθαίνει τραγουδάκια και να τα νανουρίζει όταν θα έπεφταν κουρασμένα από τα παιχνίδια στα κρεβατάκια τους.

Ένα πρωινό που ο Ήλιος είχε βγει για σεργιάνι πάνω από τον κόσμο, ξανάκουσε τα μοιρολόγια της μυλωνούς. Ράγισε η καρδιά του κι έτσι της έστειλε ένα περιστέρι μ’ ανθρώπινη λαλιά για να την παρηγορήσει:

-Σώπα κυρά μου, της είπε δασκαλεμένο το περιστεράκι. Σώπα κι άλλοι που έχουν παιδιά έχουν μεγάλα βάσανα.

– Πουλί μου, είναι μεγάλος ο καημός μου. Όχι ότι έχω παράπονο από τη ζωή μας. Αλλά αυτό με τρώει.

– Αχ κυρά μου, φαντάσου ο έρημος ο Ήλιος κοτζάμ βασιλιάς κι έχει χάσει το μπούσουλα από τις δυο κόρες του, τη Μέρα και τη Νύχτα. Τον έχουν τρελάνει τόσο που άλλοτε ξεχνάει ν’ ανατείλει κι άλλοτε να δύσει. Δύσκολα κορίτσια και κακότροπα.

– Περιστέρι μου, να τα ‘χα εγώ τα κορίτσια του κι ας μου κάνανε τη ζωή μου μαρτύριο! είπε τότε η μυλωνού στο πουλί χωρίς να ξέρει ότι ήταν βαλτό από τον Ήλιο.

Όταν το άκουσε ο Ήλιος πήρε τη γρήγορη απόφαση να ευεργετήσει την μυλωνού για την καλή κι υπομονετική καρδιά της, αλλά και να βάλει μια τάξη στο βασίλειό του που κόντευαν οι δυο του κόρες να το γκρεμίσουν συθέμελα, παίρνοντας στο λαιμό τους όλα τα ζωντανά και τα άψυχα του κόσμου. Έτσι, μια και δυο, έδωσε ανθρώπινη μορφή στις πριγκίπισσες του και τις έστειλε μέσα σε δυο καλαθάκια μπροστά στο κατώφλι της μυλωνούς.

Μέσα στον ύπνο του το ζευγάρι άκουσε στην εξώπορτά του φωνές μωρών κι άνοιξε τρομαγμένο το σιδερένιο μάνταλο. Όταν είδαν τα δύο κοριτσάκια, ένα ξανθό και κάτασπρο κι ένα με μαύρα μαλλιά και σκοτεινά μάτια, δεν πίστευαν ότι μια τέτοια τύχη είχε χτυπήσει τη δική τους πόρτα. Τότε, φάνηκε ξανά το περιστέρι και τους είπε με την ίδια λαλιά:

 -Είναι το δώρο του βασιλιά σε σας που είσαστε οι πιο πιστοί και καλόκαρδοι από το βασίλειό του. Σας δίνει τις κόρες του για όσο θα ζείτε και σας ζητά να τις κάνετε να μάθουν να σέβονται τους γονείς, να υπακούνε και να νιώθουν ευγνωμοσύνη για όσα τους έχουν δοθεί. Όταν θα μεγαλώσουν, θα γυρίσουν ξανά πριγκιποπούλες στο βασίλειό του, αλλά, όπως ελπίζει ο πατέρας τους, με περισσότερο μυαλό.

Όσο μεγάλωναν τα δυο κορίτσια λες και η χαρά είχε μπει μέσα στο σπίτι του μυλωνά και της γυναίκας του. Αλλά αν κι η μυλωνού έδειχνε γλύκα και υπομονή με τα καπρίτσια τους, η Μέρα και η Νύχτα συνέχεια μαλώνανε, ποια είναι η πιο όμορφη, η πιο άξια, η πιο ικανή, κάνανε ζημιές και βάζανε σε βάσανα και το βασιλιά πατέρα τους και τους ανθρώπινους γονείς τους.

Ο  Ήλιος συνέχιζε να ζαλίζεται με τις φωνές και τους καυγάδες τους, σκόρπιζε το σκοτάδι και πάγωνε ο κόσμος από το κρύο ή καιγόταν το πελεκούδι από τις καυτερές αχτίνες του. Η μυλωνού δεν είχε μετανιώσει ούτε στιγμή για τις κόρες που της είχαν δοθεί, αλλά ο μυλωνάς έσπαγε το κεφάλι του για να δει πώς θα έκανε τα κορίτσια του να μονοιάσουν και να είναι αγαπημένα.

Μια μέρα, ο μυλωνάς αποφάσισε να πάρει μαζί του στο μύλο τη Μέρα. Πήραν μαζί τους φαγητό και νερό και κάθισαν με τις ώρες αλέθοντας το αλεύρι του κοσμάκη.

-Είσαι μια άξια κόρη, προκομμένη και αγαπάς τη δουλειά και τη δημιουργία, την παίνεψε ο μυλωνάς. Εσύ, όταν θα γίνεις βασιλοπούλα, θα πρέπει να φροντίζεις τους ανθρώπους με το φως σου, να καρπίζεις τα χωράφια, να βοηθάς τα παιδιά να πηγαίνουν στο σχολείο και να μαθαίνουν γράμματα. Όλα είναι στο δικό σου χέρι και πρέπει να χαίρεσαι που θα έχεις τόση δύναμη και θα κάνεις καλό στον κόσμο.

Τότε, για πρώτη φορά, η Μέρα μαλάκωσε και έδωσε το χεράκι της στο μυλωνά, όταν γύρισαν κουρασμένοι πίσω στο σπίτι τους.

Όταν επέστρεψαν στο σπίτι, βρήκαν τη μυλωνού να κάνει πλεξίδες τα μαύρα μαλλιά της Νύχτας και να της τραγουδάει ένα όμορφο νανούρισμα. Κουρασμένη η Μέρα έφαγε κι έπεσε να κοιμηθεί. Τότε ήρθε η σειρά της Νύχτας. Ο μυλωνάς την πήρε από το χέρι και βγήκαν μέσα στο δάσος. Η Νύχτα άκουγε τους ψίθυρους των ξωτικών, το μουρμούρισμα του ρυακιού κι όλο και περισσότερο μαγευόταν.

– Αυτό είναι το δικό σου βασίλειο, της είπε τότε ο μυλωνάς. Εσύ, όταν θα γίνεις βασιλοπούλα, θα καρφώνεις στα μαλλιά σου τα φωτεινά άστρα, θα χαρίζεις την ξεκούραση στον εργάτη, τα όνειρα στα παιδιά, τον έρωτα στους αγαπημένους. Θα σε τραγουδήσουν πολλοί και θα σε αγαπήσουν περισσότεροι. Χωρίς εσένα ο κόσμος θα είναι μισός. Η μοίρα το έφερε να είσαστε με την αδερφή σου δεμένες. Δεν μπορεί η μια να κάνει χωρίς την άλλη. Μόνο έτσι θα ζήσει καλύτερα κι ο κόσμος.

Η Νύχτα, αν και κοριτσάκι, με τη σοφία των αιώνων της, κατάλαβε πόσο δίκιο είχε ο μυλωνάς. Όταν γύρισαν πια στο σπίτι, χαμογέλασε στη Μέρα που είχε μόλις ξυπνήσει κι έπεσε να κοιμηθεί στην αγκαλιά της μυλωνούς.

Η Μέρα και η Νύχτα ζήσανε μαζί με το μυλωνά και τη γυναίκα του μέχρι τα βαθιά γεράματα των ανθρώπινων γονιών τους, έμαθαν να αγαπούν τους ανθρώπους και τα ζώα, να φροντίζουν τη φύση και να υπακούνε στον ουράνιο πατέρα τους. Ο Ήλιος τις έβλεπε από ψηλά και καμάρωνε για τις μυαλωμένες κόρες του, καταλαβαίνοντας ότι είχαν μάθει το μάθημά τους και ήξεραν πια τον προορισμό τους.Κι έτσι, μετά από πολλά χρόνια, η Νύχτα και η Μέρα ξαναγίνανε βασιλοπούλες στο βασίλειο του Ήλιου και μονοιασμένες κυβερνούσαν από κει και μετά τις ζωές των ανθρώπων.

Παραμύθι ...Ημέρα και νύχτα .

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα όμορφο χωριό που λεγόταν Ουρανός, ζούσαν δυο όμορφα κορίτσια που ήταν πολύ καλές φίλες. Η μία λεγόταν Μέρα και η άλλη λεγόταν Νύχτα. Η Μέρα ήταν πολύ όμορφη, είχε ξανθά μαλλιά, γαλανά μάτια και φωτεινό δέρμα, γι΄αυτό και όλη την φώναζαν Φωτεινούλα. Η νύχτα ήταν κι αυτή πολύ όμορφη, με μαύρα στιλπνά μαλλιά, σκούρα μάτια και μελαχρινό δέρμα γι΄ αυτό και όλοι τη φώναζαν Σκοτεινούλα.

 Οι δυο φίλες μεγάλωναν μαζί πολύ αγαπημένες και δεν είχαν μυστικά η μία από την άλλη. Τα χρόνια περνούσαν και οι κοπέλες πια ήταν σε ηλικία γάμου…

Ο βασιλιάς του χωριού που είχε κι εκείνος ένα γιο που τον λέγανε Ήλιο, αποφάσισε να διοργανώσει ένα χορό στο παλάτι για να βρει την κοπέλα που θα κάνει νύφη του.

Έβαλε λοιπόν ντελάληδες να ανακοινώσουν στο χωριό την ημερομηνία και την ώρα που θα γινόταν ο χορός:

-Προσοχή Προσοχή! Στο χορό πρέπει να προσέλθουν όλες οι κοπέλες που είναι πάνω από 18 χρονών!

Μόλις άκουσαν την ανακοίνωση η Μέρα και η Νύχτα άρχισαν να ετοιμάζονται. Όταν λοιπόν έφτασε εκείνο το βράδυ, η Μέρα φόρεσε ένα πανέμορφο φουστάνι με φωτεινά χρώματα αφήνοντας ξέπλεκα τα όμορφα ξανθά μαλλιά της τα οποία στόλισε με φωτεινές ηλιαχτίδες.

Η Νύχτα φόρεσε ένα όμορφο μαύρο λαμπερό φουστάνι που το στόλισε με δεκάδες λαμπερά αστεράκια και έπιασε τα μαλλιά της με ένα υπέροχο ψηλό κότσο που τον ομόρφυνε με ένα λαμπερό φεγγάρι χτενάκι.

Όταν ο χορός άρχισε το βασιλόπουλο χόρευε με όλες τις κοπέλες, μέχρι που είδε τη Μέρα και θαμπώθηκε από τη λάμψη της κι αποφάσισε ότι αυτή είναι η κατάλληλη για γυναίκα του.

Η Νύχτα όμως στεναχωρήθηκε πολύ με αυτή του την επιλογή κι έτσι αποφάσισε να μην ξανασυναντηθεί ποτέ της με τη φιλενάδα της.

Έτσι όποτε η Μέρα ερχόταν στο χωριό η Νύχτα έφευγε και επέστρεφε όταν έφευγε η Μέρα…

Η Μέρα , η Νύχτα , ο Ήλιος και ο Φεγγάρης.

Μια φορά και έναν καιρό πριν πολλά πολλά χρόνια σε ένα πανέμορφο δάσος γεμάτο καταπράσινα δένδρα φορτωμένα με γλυκούς καρπούς, πολύχρωμα ευωδιαστά λουλούδια και γαλάζιες λιμνούλες, σε ένα όμορφο σπιτάκι ζούσαν δυο αδελφές η Μέρα και η Νύχτα.

Η Μέρα ήταν μια κοπέλα με μακριά ξανθά μαλλιά και γαλάζια μάτια και η Νύχτα είχε μαύρα μαλλιά και μαύρα μάτια. Ήταν και οι δύο πανέμορφες.

Γι’ αυτές τις δυο όμορφες κοπέλες ενδιαφέρθηκαν δύο ξακουστοί πρίγκηπες ο κατάξανθος Ήλιος και ο στρογγυλοπρόσωπος χαρωπός Φεγγάρης.

Αυτούς τους δύο όμως έδενε αρχαία κατάρα όταν ο ένας έλαμπε ο άλλος κλεινόταν μέσα στο παλάτι του και όσοι μέναν μαζί του μέναν κλεισμένοι μέσα, και όταν ο Ήλιος πια κουρασμένος γύριζε στο παλάτι του τότε έβγαινε ο Φεγγάρης.

Ποτέ δεν μπορούσαν να συναντηθούν ούτε αυτοί οι δύο ούτε οι πιστοί υπηκόοι τους, δηλαδή οι χρυσές ηλιαχτίδες του ήλιου, ποτέ δεν μπορούσαν να συναντήσουν τα ασημένια αστέρια.

Ο κατάξανθος Ήλιος παντρεύτηκε την πανέμορφη Μέρα. Και ο στρογγυλοπρόσωπος χαρωπός Φεγγάρης την πανέμορφη Νύχτα. Οι δύο αδελφές μέσα στη φασαρία και στις χαρές των γάμων δεν δώσαν σημασία στη βαριά κατάρα που χώριζε τους δυο πρίγκηπες. Ακόμα και για τους πρώτους μήνες δεν έδιναν σημασία μαγεμένες, από τις καινούριες ζωές τους. Η Μέρα έπαιζε όλη τη μέρα κρυφτό με τις ηλιαχτίδες μέσα στο χρυσό παλάτι του άντρα της, τις περισσότερες φορές όμως πήγαινε μαζί με τον ήλιο και αγκαλιασμένοι πάνω στο χρυσό του άρμα γύριζαν από χώρα σε χώρα.

Η Νύχτα πάλι έφτιαχνε λιχουδιές μαζί με τα αστέρια μέσα στο ασημένιο παλάτι του άντρα της, μα τις περισσότερες φορές έβγαινε βόλτα μαζί με το Φεγγάρι πάνω σε μια ωραία φαρδιά κορδέλα από ασημόσκονη και γύρω τους έλαμπαν μικρά και μεγάλα ασημένια αστέρια.

Οι ζωές τους λοιπόν κυλούσαν υπέροχα όταν όμως θέλησαν να συναντηθούν οι δυο αδελφές για να διηγηθούν η μια στην άλλη όλα αυτά τα θαυμαστά πράγματα και επειδή στην πραγματικότητα η μια είχε λείψει στην άλλη με μεγάλη πίκρα και απαγοήτευση είδαν ότι ήταν αδύνατον.

Χρόνια πολλά πέρασαν , περνούν και θα περάσουν και οι δυο αδελφές θα προσπαθούν να συναντηθούν αλλά δεν θα μπορούν, γιατί μόλις της μιας ο άντρας έρχεται ο άλλος πρέπει να φεύγει μαζί με τους πιστούς υπηκόους του και την λατρεμένη του γυναίκα.

 ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΜΙΚΡΑ: Η ΜΕΡΑ ΚΑΙ Η ΝΥΧΤΑ

Οι δυο φίλες ...Ημέρα και Νύχτα .

Δυο αγαπημένες φίλες κάποια στιγμή αναγκάστηκαν να χωριστούν  επειδή η μια θα μετακόμιζε στην Αμέρικη . Ήταν πολύ στεναχωρημένες  και οι δύο αλλά σκέφτηκαν ότι θα επικοινωνούν κάθε μέρα με το τηλέφωνο

– Μα δεν θα μπορούμε να μιλάμε !!!! – Γιατί;  …   Ρωτάει το άλλο κοριτσάκι. – Επειδή όταν στην Ελλάδα είναι μέρα στην Αμερική θα είναι νύχτα, επειδή η γη φωτίζεται μόνο η μισή. Δηλαδή  μόνο το μέρος  που είναι απέναντι από τον ήλιο – Δεν πειράζει, της απαντάει η φίλη  της … – Θα βάζουμε ξυπνητήρι και θα μιλάμε !

Και έτσι  ξεσπάνε στα γέλια και οι δύο!

Η Μέρα και η Νύχτα 

Μια   φορά κι   έναν καιρό ζούσαν δυο   νεράιδες .Η Μέρα και η Νύχτα και ήταν πολύ αγαπημένες. Όμως ο ουρανός τους είπε ότι πρέπει να διαλέξουν από ένα παλάτι για να μείνουν. Η Μέρα πήρε το χρυσό παλάτι με τις ηλιαχτίδες και η Νύχτα το ασημένιο με τα αστέρια . Οι δυο νεράιδες όμως δεν μπόρεσαν να ξαναβρεθούν, γιατί από τότε όταν η Νύχτα κοιμάται η Μέρα παίζει με τις ηλιαχτίδες και όταν η Μέρα ξεκουράζεται η Νύχτα παίζει με τα αστέρια .

Οι δύο νεράιδες και η γη 

Μία φορά και ένα καιρό ήταν δύο νεράιδες. Τη μία την έλεγαν Μέρα και την άλλη Νύχτα. Ξαφνικά, κάποτε, άκουσαν ένα κλάμα από μακρυά, πήγαν κοντά και ήταν η γη.

Τη ρώτησαν: “Γιατί κλαις;”

Και εκείνη τους απάντησε: “Είμαι μόνη”

Αμέσως η μέρα και η νύχτα την αγκάλιασαν. Έγινε στη μισή γη μέρα και στην άλλη μισή νύχτα.

Έτσι δημιουργήθηκε η μέρα και η νύχτα.

Δραστηριότητες  με την ημέρα και τη νύχτα ...
Αντιστοιχίζουμε τις εικόνες που ταιριάζουν στην ημέρα και τις εικόνες που ταιριάζουν στη νύχτα



Βρίσκω λέξεις που ανήκουν στη νύχτα και λέξεις που ανήκουν στην ημέρα... 
Η ημέρα και η νύχτα ..έχουν  ανάμεσα τους ...
Πρωί -μεσημέρι -απόγευμα -νύχτα 
Οι εικόνες από τις κάρτες είναι από ΕΔΩ
Αναγνωρίζω μέσα στους πίνακες ζωγραφικής που είναι  ημέρα και που είναι νύχτα ...
Συνθέτω το παζλ με τα ξυλάκια ...Ημέρα και νύχτα 

Δημιουργώ κολλάζ με διάφορα είδη χαρτιού ...Κανσόν ,γλασέ και βελουτέ .
Πάνω σε χάρτινο πιατάκι μιας χρήσεως ζωγραφίζουμε και χρωματίζουμε με πινέλα και τέμπερες την ημέρα και τη νύχτα .
Ημέρα και νύχτα -Εκαπιδευτικό βίντεο με τον Picou-Picou
Ο ήλιος που ήθελε να φάει ένα παγωτό-Παραμύθι 
Φύλλα εργασίας για την ημέρα και τη νύχτα ...








 





Χρωματίζω την εικόνα και δημιουργώ mobil ...
ΔΙΑΔΡΑΣΤΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ-ΠΑΖΛ